διαόλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαόλια < διάολος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαόλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό) - έχω τα διαόλια μου - είμαι εκνευρισμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]