διβολίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διβολίζω < ελληνιστική κοινή διβολέω / διβολῶ < αρχαία ελληνική δίβολος < δι- + βάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]διβολίζω
- (λαϊκότροπο) οργώνω χωράφι για δεύτερη φορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διβολίζω
|