διεθνοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεθνοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διεθνοποιώ < διά + έθνος + ποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]διεθνοποιημένος
- αυτός που βρίσκεται ενταγμένος σε ένα ή πολλά ευρύτερα σχήματα διεθνών οργανισμών
- (για κράτη ή διεθνείς οργανισμούς) αυτός που βρίσκεται αναμεμειγμένος σε διμερείς ή πολυμερείς σχέσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεθνοποιημένος