διεισδυτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεισδυτικότητα < διεισδυτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεισδυτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διεισδυτικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεισδυτικότητα
|