διεισδύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεισδύω < (ελληνιστική κοινή) διεισδύω / διεισδύνω < διά + αρχαία ελληνική εἰσδύνω (< δύω)
Ρήμα
[επεξεργασία]διεισδύω
- μπαίνω, εισέρχομαι κάπου περνώντας κάποιο εμπόδιο