διεκδικήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διεκδικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκδικώ
- θα διεκδικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκδικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διεκδικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεκδίκηση