διεκπεραίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διεκπεραίωση | οι | διεκπεραιώσεις |
γενική | της | διεκπεραίωσης* | των | διεκπεραιώσεων |
αιτιατική | τη | διεκπεραίωση | τις | διεκπεραιώσεις |
κλητική | διεκπεραίωση | διεκπεραιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεκπεραιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεκπεραίωση < διεκπεραιώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεκπεραίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διεκπεραιώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεκπεραίωση