διεξοδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεξοδικός < αρχαία ελληνική διεξοδικός < διέξοδος
Επίθετο
[επεξεργασία]διεξοδικός, -ή, -ό
- λεπτομερής, εκτενής
- Η περιγραφή του ήταν διεξοδική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διεξοδικότητα
- → δείτε τις λέξεις διέξοδος, διά, έξοδος και έξω