διερμήνευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διερμήνευσις < διά (δι-) + αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διερμήνευσις θηλυκό