διεσταλμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]διεσταλμένος και διασταλμένος
- αυτός που έχει διασταλεί
- έχει διεσταλμένες κόρες, είπε ο γιατρός κατηφής κοιτάζοντας τα μάτια του ασθενούς