δικαιοκρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικαιοκρατούμενος < δικαιο- + κρατούμενος
Μετοχή
[επεξεργασία]δικαιοκρατούμενος
- που διέπεται από δικαιοκρατία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικαιοκρατούμενος
|