δικαιολογητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικαιολογητικός < (δικαιολογώ) δικαιολογη- + -τικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ce.o.lo.ʝi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ο‐λο‐γη‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]δικαιολογητικός, -ή, -ό
- που δικαιολογεί κάτι ή το αποδεικνύει
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη δικαιολογητικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δικαιολογώ, δίκαιος και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικαιολογητικός