δικαιοστάσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δικαιοστάσιο τα δικαιοστάσια
      γενική του δικαιοστασίου
δικαιοστάσιου
των δικαιοστασίων
    αιτιατική το δικαιοστάσιο τα δικαιοστάσια
     κλητική δικαιοστάσιο δικαιοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δικαιοστάσιο < δικαι- (< δίκαιο) + -ο- + -στασιο (< στάση)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.ce.oˈsta.si.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δικαιοστάσιο ουδέτερο


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]