δικονομικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικονομικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δικονομικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε δικονομικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
[επεξεργασία]δικονομικώς
Πηγές
[επεξεργασία]- «δικονομικά (& δικονομικώς [1833])» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)