διλημματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διλημματικός < δίλημμα (από τη γενική διλήμματ(ος) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διλημματικός,ή,ό
- μια κατάσταση, ενέργεια, αποτέλεσμα ενέργειας που προκαλεί διλήμματα
- Οι διλημματικές καταστάσεις προκαλούν ενδοατομικές και κοινωνικές συγκρούσεις
- Τα διλημματικά μηνύματα που στέλνει η Ε.Ε. στην Ελλάδα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διλημματικός