διμηνιαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διμηνιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διμηνιαίος
διμηνιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διμηνιαίο