διορθωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διορθωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διορθωτής αρσενικό (θηλυκό: διορθώτρια)
- κάποιος που διορθώνει κάτι
- (ειδικότερα, επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με την ορθογραφική και συντακτική διόρθωση δοκιμίων πριν την εκτύπωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διορθωτής