διούρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διούρηση | οι | διουρήσεις |
γενική | της | διούρησης* | των | διουρήσεων |
αιτιατική | τη | διούρηση | τις | διουρήσεις |
κλητική | διούρηση | διουρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διουρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διούρηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διούρηση θηλυκό