διπλαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διπλαρώνω < διπλάρι + -ώνω < διπλός

διπλαρώνω

  1. βρίσκομαι συνεχώς (συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς) δίπλα σε κάποιον
  2. (ναυτικός όρος) πλευρίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]