διπλοψηφισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλοψηφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διπλοψηφίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]διπλοψηφισμένος, -η, -ο
- που έχει ψηφιστεί δυο φορές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλοψηφισμένος
|