διπλωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλωπία οι διπλωπίες
      γενική της διπλωπίας των διπλωπιών
    αιτιατική τη διπλωπία τις διπλωπίες
     κλητική διπλωπία διπλωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διπλωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diplopie < αρχαία ελληνική διπλ(οῦς) + ὠπ- (ὤψ) + -ie (-ία[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διπλωπία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]