διπολικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπολικότητα < (λόγιο δάνειο) γαλλική bipolarité ή από την αγγλική bipolarity. Μορφολογικά αναλύεται σε δι + πολικότητα (πολικ(ός) + -ότητα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.po.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐πο‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διπολικότητα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπολικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)