διπολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διπολισμός αρσενικό
- (οικονομία, πολιτική) η ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών κέντρων δύναμης, δύο πόλων στις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπολισμός