διστομίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διστομίτικος < Διστομίτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.stoˈmi.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐στο‐μί‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]διστομίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Δίστομο ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διστομίτικος
|