διτάξιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διτάξιος | η | διτάξια | το | διτάξιο |
γενική | του | διτάξιου | της | διτάξιας | του | διτάξιου |
αιτιατική | τον | διτάξιο | τη | διτάξια | το | διτάξιο |
κλητική | διτάξιε | διτάξια | διτάξιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διτάξιοι | οι | διτάξιες | τα | διτάξια |
γενική | των | διτάξιων | των | διτάξιων | των | διτάξιων |
αιτιατική | τους | διτάξιους | τις | διτάξιες | τα | διτάξια |
κλητική | διτάξιοι | διτάξιες | διτάξια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]διτάξιος, -α, -ο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διτάξιος
|