διφθέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διφθέρα | οι | διφθέρες |
γενική | της | διφθέρας | των | διφθερών |
αιτιατική | τη | διφθέρα | τις | διφθέρες |
κλητική | διφθέρα | διφθέρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διφθέρα <δέφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διφθέρα θηλυκό
- δέρμα κατειργασμένο.
- ένδυμα από δέρμα κυρίως κατσίκας (είδος γούνας).
- δέρμα κατειργασμένο που χρησιμοποιούνταν για γραφή του οποίου το λεπτότερο είδος αποκαλούνταν περγαμηνή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διφθέρα
|