διφυής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διφυής η διφυής το διφυές
      γενική του διφυούς* της διφυούς του διφυούς
    αιτιατική τον διφυή τη διφυή το διφυές
     κλητική διφυή(ς) διφυής διφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διφυείς οι διφυείς τα διφυή
      γενική των διφυών των διφυών των διφυών
    αιτιατική τους διφυείς τις διφυείς τα διφυή
     κλητική διφυείς διφυείς διφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διφυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφυής < (δίς) δι- + φύ(ω) + -ής

Επίθετο

[επεξεργασία]

διφυής, -ής, -ές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διφυής τὸ διφυές
      γενική τοῦ/τῆς διφυοῦς τοῦ διφυοῦς
      δοτική τῷ/τῇ διφυεῖ τῷ διφυεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν διφυ τὸ διφυές
     κλητική ! διφυές διφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διφυεῖς τὰ διφυ
      γενική τῶν διφυῶν τῶν διφυῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς διφυέσ(ν) τοῖς διφυέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς διφυεῖς τὰ διφυ
     κλητική ! διφυεῖς διφυ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφυεῖ τὼ διφυεῖ
      γεν-δοτ τοῖν διφυοῖν τοῖν διφυοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διφυής < (δίς) δι- + φύ(ω) + -ής

Επίθετο

[επεξεργασία]

διφυής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]