διχρονίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]διχρονίτικος
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του δίχρονος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διχρονίτικος
|