δμωή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δμωή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δμωή, -ῆς θηλυκό θηλυκό του δμώς

  1. δούλη πολέμου, αιχμάλωτη
  2. (γενικότερα) δούλα, υπηρέτρια
     συνώνυμα: λατινικά ancilla

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]