δοκιμαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δοκιμαστήριο < (δοκιμάζω) δοκιμασ- + -τήριον > -τήριο. Δείτε και το ελληνιστικό δοκιμαστήριον (τρόπος ελέγχου).[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.ci.maˈsti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοκιμαστήριο ουδέτερο
- μικρός χώρος σε κατάστημα, με καθρέφτη, όπου οι πελάτες δοκιμάζουν τα ενδύματα που ετοιμάζονται να αγοράσουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδοκίμαστος
- δοκιμασία
- δοκίμασμα
- δοκιμαστής
- δοκιμαστικός
- και → δείτε τις λέξεις δοκιμάζω και δόκιμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δοκιμαστήριο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δοκιμαστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας