δοκούν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοκούν < μετοχή ουδετέρου γένους του ρήματος δοκέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δοκούν ουδέτερο

  • αυτό που φαίνεται καλό ή σωστό σε κάποιον

Εκφράσεις

[επεξεργασία]