δοκούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δοκούν < μετοχή ουδετέρου γένους του ρήματος δοκέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοκούν ουδέτερο
- αυτό που φαίνεται καλό ή σωστό σε κάποιον