δοξολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δοξολογῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοξολογώ < (ελληνιστική κοινήδοξολογέω / δοξολογῶ < αρχαία ελληνική δόξα + λέγω

δοξολογώ (παθητική φωνή: δοξολογούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]