δορυφορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]δορυφορώ
- (αρχαιοπρεπές) συνοδεύω ως σωματοφύλακας και προστάτης, προστατεύω
- (αρχαιοπρεπές) ακολουθώ, έπομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δορυφορώ
|