δουνάβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δουνάβιος < Δούναβ(ης) + -ιος
Επίθετο
[επεξεργασία]δουνάβιος, -ια, -ιο
- που έχει σχέση με τον Δούναβη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Δούναβης