δρεπανοκυτταρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρεπανοκυτταρικός < δρεπανοκύτταρο + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]δρεπανοκυτταρικός
- (ιατρική) που σχετίζεται με την δρεπανοκυττάρωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δρεπανοκύτταρο, δρεπάνι και κύτταρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δρεπανοκυτταρικός
|