δροσιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δροσιστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δροσίζει, που προκαλεί (μεταφορικά) μια ευχάριστη αίσθηση δροσιάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δροσιστικός