δρόλαπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δρόλαπας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρόλαπας οι δρόλαπες
      γενική του δρόλαπα των δρολάπων
    αιτιατική τον δρόλαπα τους δρόλαπες
     κλητική δρόλαπα δρόλαπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δρόλαπας < δρο- (< υδρο-) + αρχαία ελληνική λαῖλαψ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈðɾo.la.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρό‐λα‐πας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δρόλαπας αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]