δυναμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυναμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυναμώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]δυναμωμένος -η -ο
- που έχει δυναμώσει, ιδιαίτερα μετά από αρρώστια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυναμωμένος
|