δυναστευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυναστευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυναστεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]δυναστευμένος, -η, -ο
- που έχει δυναστευτεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυναστευμένος
|