δυσαυτονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσαυτονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysautonomia dys- + autonomia < αρχαία ελληνική αὐτονομία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσαυτονομία θηλυκό
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσαυτονομία