δυσδιάκριτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσδιάκριτος < (ελληνιστική κοινή) δυσ- + διακρίνω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]δυσδιάκριτος, -η, -ο
- που δύσκολα διακρίνεται
- μια δυσδιάκριτη διαφορά
- μια δυσδιάκριτη λεπτομέρεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσδιάκριτος
|