δυσιδρωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyshidrose < ελληνιστική κοινή δυσ- + ἵδρωσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσιδρωσία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του δυσίδρωση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσιδρωσία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)