δυσλεξικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δυσλεξικών
- γενική πληθυντικού του δυσλεξικός
- γενική πληθυντικού του δυσλεξική
- γενική πληθυντικού του δυσλεξικό