δυσμαί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυσμαί < αρχαία ελληνική δυσμαί < δυσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δυσμαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. η δύση
    από δυσμάς προς ανατολάς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]