δυσπόρθητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσπόρθητος < (ελληνιστική κοινή) δυσπόρθητος < δυσ- + αρχαία ελληνική πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheredh- κόβω)
Επίθετο
[επεξεργασία]δυσπόρθητος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πορθώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσπόρθητος
|