δυφιοδιαφάνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυφιoδιαφάνεια < δυφιοδιαφανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυφιοδιαφάνεια θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες, σπάνιο) η ιδιότητα του δυφιοδιαφανούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυφιοδιαφάνεια