δυφιόρρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυφιόρρευμα < σύνθετη λέξη δυφίο + ρεύμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitstream
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυφιόρρευμα ουδέτερο
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ροή, συνεχής σειρά δυφίων που μεταδίδονται μέσα από μια γραμμή μετάδοσης
- Αποτελεί προσδιοριζόμενο συνθετικό σε όρους όπως: δυφιόρρευμα δεδομένων, ακουστικό δυφιόρρευμα, δυφιόρρευμα βασικής πρόσβασης κ.ά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυφιόρρευμα
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)