δωδεκαπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δωδεκαπλάσιος, -α, -ο
- (αναλογικό αριθμητικό) ο περισσότερος, ή μεγαλύτερος, ή εμφανιζόμενος δώδεκα φορές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωδεκαπλάσιος
|