δωδεκαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωδεκαριά οι δωδεκαριές
      γενική της δωδεκαριάς των δωδεκαριών
    αιτιατική τη δωδεκαριά τις δωδεκαριές
     κλητική δωδεκαριά δωδεκαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δωδεκαριά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δωδεκαριά θηλυκό

  1. ένα σύνολο από δώδεκα πράγματα
     συνώνυμα: δωδεκάδα, ντουζίνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]