δωδεκαψήφιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.ðe.kaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ðo.ðe.kaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ðo.ðe.kaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]δωδεκαψήφιος, -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωδεκαψήφιος
|